Λέξη: νοσοκομειακό
Σχετικές λέξεις: νοσοκομειακό
νοσοκομειακό πρόγραμμα, νοσοκομειακό υλικό, νοσοκομειακό κρεβάτι θεσσαλονίκη, νοσοκομειακό φαρμακείο, νοσοκομειακό μικρόβιο, νοσοκομειακό επίδομα, νοσοκομειακό κρεβάτι ηλεκτρικό, νοσοκομειακό κρεβάτι, νοσοκομειακό θήλαστρο ενοικίαση, νοσοκομειακό θήλαστρο
Μεταφράσεις: νοσοκομειακό
νοσοκομειακό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambulance, hospital, hospitals, the hospital, a hospital
νοσοκομειακό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ambulancia, hospital, hospitalaria, el hospital, del hospital, hospital de
νοσοκομειακό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krankenauto, ambulanz, rettungswagen, Krankenhaus, Klinik, Spital, Krankenhauses
νοσοκομειακό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambulance, hôpital, l'hôpital, hospitalier, hôpitaux, hospitaliers
νοσοκομειακό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autoambulanza, ambulanza, ospedale, all'ospedale, dell'ospedale, ospedaliero, ospedaliera
νοσοκομειακό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambulância, hospital, hospitalar, do hospital, hospitalares, hospital de
νοσοκομειακό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ziekenauto, veldhospitaal, ambulance, ambulancewagen, ziekenwagen, ziekenhuis, hospitaal, het ziekenhuis, hospital, ziekenhuizen
νοσοκομειακό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неотложка, больница, больницы, больнице, больницу, госпиталь
νοσοκομειακό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sykehus, av sykehus, sykehuset, fjell, av fjell
νοσοκομειακό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ambulans, sjukhus, sjukhuset, landskap, sjukhusvård
νοσοκομειακό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ambulanssi, sairaala, sairaalan, sairaalassa, sairaalaan, hospital
νοσοκομειακό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ambulance, hospital, hospitalet, sygehus, sygehuset, hospitalsbehandling
νοσοκομειακό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sanitka, záchranka, nemocnice, nemocniční, nemocnici, porodnice, nemocnice s
νοσοκομειακό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogotowie, sanitarka, karetka, ambulans, szpital, szpitala, szpitalu, szpitalne, w szpitalu
νοσοκομειακό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kórház, kórházi, kórházban, kórházba, kórháztól
νοσοκομειακό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hastane, Hastanesi, Hospital, hastanede, hastaneye
νοσοκομειακό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лікарня
νοσοκομειακό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spital, spitali, spitalit, spitalore, spitalor
νοσοκομειακό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болница, болничен, болницата, болнична, болнични
νοσοκομειακό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бальніца, Шпіталь, лякарня
νοσοκομειακό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haigla, haiglas, haiglasse, haiglaravi, haiglate
νοσοκομειακό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ambulanta, bolnica, bolnici, bolnice, bolnicu, u bolnici
νοσοκομειακό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjúkrahús, sjúkrahúsi, sjúkrahúsinu, spítalans, spítala
νοσοκομειακό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ligoninė, ligoninės, ligoninėje, ligoninių, Hospital
νοσοκομειακό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slimnīca, slimnīcas, slimnīcu, slimnīcā, stacionārā
νοσοκομειακό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болница, болницата, болнички, болничка, болничко
νοσοκομειακό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambulanţă, spital, de spital, spitalului, spitalul, spitalicesc
νοσοκομειακό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lazaret, bolnišnica, bolnišnice, bolnišnična, hospital, bolnica
νοσοκομειακό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sanitka, lazaret, záchranka, nemocnice, nemocnica, nemocnici, nemocníc