Wakujący στα ελληνικά
Μετάφραση: wakujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενός, άδειος, κενή, κενές, κενών, κενό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aksonometryczny στα ελληνικά - αξονομετρικά, αξονομετρικού, αξονομετρικών, αξονομετρική, αξονομετρικό
- apolityczny στα ελληνικά - μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
- fluorescencja στα ελληνικά - φθορισμός, φθορισμού, φθορισμό, του φθορισμού, ο φθορισμός
- iskra στα ελληνικά - νιφάδα, απαστράπτω, σπιθοβολώ, σπίθα, σπινθήρας, σπινθήρα, με σπινθήρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Wakujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενός, άδειος, κενή, κενές, κενών, κενό
Μεταφράσεις: κενός, άδειος, κενή, κενές, κενών, κενό