Λέξη: ψύξη
Σχετικές λέξεις: ψύξη
ψύξη στην πλάτη συμπτώματα, ψύξη στο λαιμό, ψύξη αυχένα, ψύξη στη μέση, ψύξη laptop, ψύξη στο κεφάλι, ψύξη στα πλευρά, ψύξη στο πρόσωπο, ψύξη στην πλάτη, ψύξη συμπτώματα
Συνώνυμα: ψύξη
ψυχρώτης, ψυχρώτητα, κατάψυξη
Μεταφράσεις: ψύξη
ψύξη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freezing, cooling, refrigeration, cool, cooled
ψύξη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
helado, enfriamiento, refrigeración, de refrigeración, de enfriamiento, la refrigeración
ψύξη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfrierend, kalt, eisig, gefrieren, Kühlung, Abkühlung, Kühl, Kühlen
ψύξη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
glaciaire, glacial, glacé, congélation, refroidissement, le refroidissement, de refroidissement, un refroidissement, climatisation
ψύξη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frigido, ghiacciato, gelido, raffreddamento, di raffreddamento, il raffreddamento, raffrescamento, raffreddamento ad
ψύξη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frio, congelação, resfriamento, arrefecimento, refrigeração, de arrefecimento, de refrigeração
ψύξη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
invriezen, kil, ijskoud, ijzig, koud, koeling, afkoeling, koelen, koel-, afkoelen
ψύξη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
холодный, вымораживание, фрезерование, замерзание, охлаждающий, застывание, замораживание, ледяной, охлаждение, охлаждения, охлаждением, охлаждении
ψύξη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kald, iskald, kjøling, avkjøling, kjøle, nedkjøling, kjølesystem
ψύξη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kylig, kylning, kyla, kylningen, kylnings, nedkylning
ψύξη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäätävä, jäädyttäminen, jäähdytys, jäähdytyksen, jäähdyttäen, jäähdytys-, jäähdytystä
ψύξη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
køling, afkøling, nedkøling, køle-, køle
ψύξη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
studený, chlazení, chladicí, chladící, ochlazování, ochlazení
ψύξη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamrażanie, zamarzanie, lodowaty, lodowy, krzepnięcie, zamarznięcie, grabienie, zimny, wymarzanie, mrożenie, chłodzenie, chłodzący, chłodzenia, chłodzące, chłodnicza
ψύξη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lehűlés, hűsítő, hűtés, hűtési, hűtést
ψύξη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soğuk, soğutma, soğutucu, bir soğutma, soğuma, soğutulması
ψύξη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замерзання, заморожування, охолодження, охолоджування
ψύξη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ftohës, ftohje, ftohjes, të ftohjes, e ftohjes
ψύξη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
охлаждане, охлаждането, за охлаждане, охладителна, охлаждане на
ψύξη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
холад, астуджэнне, ахалоджванне, ахаладжэнне
ψύξη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäine, külmutamine, jäätavalt, jäiselt, jahutus, jahutamine, jahutuse, jahutamiseks, jahutamise
ψύξη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smrzava, smrzavanje, leden, zamrzavanje, hlađenje, hlađenja, za hlađenje, rashladni, rashladne
ψύξη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kælingu, kæling, kólnun, kælingar, kæli
ψύξη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gelidus
ψύξη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aušinimo, aušinimas, vėsinimo, vėsinimas, šaldymo
ψύξη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzesēšana, dzesēšanas, dzesēšanai, atdzesēšanas, dzesēšanu
ψύξη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ладење, за ладење, разладување, ладењето, ладење на
ψύξη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răcire, de răcire, racire, răcirea, de racire
ψύξη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hlajenje, hlajenja, hladilni, ohlajanje, hladilna
ψύξη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mrznutí, mrazení, chladenie, chladenia, chladení, chladu, chladené
Στατιστικά δημοτικότητας: ψύξη
Τυχαίες λέξεις