Walczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: walczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάχομαι, σκαρφαλώνω, διένεξη, αγωνίζομαι, διεκδικώ, καταπολεμώ, παλεύω, διαφωνία, πασχίζω, μάχη, διαταράσσω, αγώνας, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Walczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cycero στα ελληνικά - τυπογραφική σειρά 12 στιγμές, Pica, κίσσας, Το Pica, αλλοτριοφαγίας
  • dystrybucja στα ελληνικά - κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
  • gapa στα ελληνικά - ντοπάρω, GAPA
  • hydrotermalny στα ελληνικά - υδροθερμικές, υδροθερμική, υδροθερμικής, υδροθερμικών, υδροθερμικούς
Τυχαίες λέξεις
Walczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάχομαι, σκαρφαλώνω, διένεξη, αγωνίζομαι, διεκδικώ, καταπολεμώ, παλεύω, διαφωνία, πασχίζω, μάχη, διαταράσσω, αγώνας, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα