Wciskać στα ελληνικά
Μετάφραση: wciskać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέντρισμα, ζουλώ, στύβω, πρεσάρω, υπαινίσσομαι, πιέζω, σαρκασμός, σκάβω, στριμώχνω, χώνομαι, νύξη, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aloza στα ελληνικά - σίλουρος, Τριχιός, shad, φρίσσα, η φρίσσα
- bezwzględność στα ελληνικά - αυστηρότητα, ασπλαχνιά, σκληρότητα, στυγνό χαρακτήρα, στυγνό, ασπλαχνία
- dosolić στα ελληνικά - κεντρίζω, τσιμπώ, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
- dłutować στα ελληνικά - σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Τυχαίες λέξεις
Wciskać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέντρισμα, ζουλώ, στύβω, πρεσάρω, υπαινίσσομαι, πιέζω, σαρκασμός, σκάβω, στριμώχνω, χώνομαι, νύξη, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Μεταφράσεις: κέντρισμα, ζουλώ, στύβω, πρεσάρω, υπαινίσσομαι, πιέζω, σαρκασμός, σκάβω, στριμώχνω, χώνομαι, νύξη, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε