Ηλεκτρολόγος στα αγγλικά
Μετάφραση: ηλεκτρολόγος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electrician, electrical, an electrician, in Electrical, an electrical
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος
electrician
- ηλεκτρολόγος
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος
ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ηλεκτρολόγος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτροδοτώ στα αγγλικά - electrify, electrifies, electrified, powered, electric power, is electrified
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα αγγλικά - electrocardiogram, ECG, the electrocardiogram, electrocardiograms, electrocardiography
- ηλεκτρονικός στα αγγλικά - electronic, an electronic
- ηλιακός στα αγγλικά - solar, solar water, solar heating, solar water system
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρολόγος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: electrician, electrical, an electrician, in Electrical, an electrical
Μεταφράσεις: electrician, electrical, an electrician, in Electrical, an electrical