Wdychać στα ελληνικά
Μετάφραση: wdychać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναρροφώ, αναπνέω, εισπνέω, εμπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
Μεταφράσεις
- bezdymny στα ελληνικά - άκαπνος, άκαπνη, άκαπνων, μη καπνιζόμενα, δεν προορίζονται για καύση
- cydr στα ελληνικά - μηλίτης, μηλίτη, μηλίτη οίνου, μηλίτης οίνος, μηλίτη οίνο
- elektromagnetycznie στα ελληνικά - ηλεκτρομαγνητισμό, τον ηλεκτρομαγνητισμό, ηλεκτρομαγνητικώς, από ηλεκτρομαγνητική
- indeksacja στα ελληνικά - ευρετήριο, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, αναπροσαρμογής, τιμαριθμοποίησης, την τιμαριθμική αναπροσαρμογή
Τυχαίες λέξεις
Wdychać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναρροφώ, αναπνέω, εισπνέω, εμπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
Μεταφράσεις: αναρροφώ, αναπνέω, εισπνέω, εμπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν