Λέξη: βαδίζω
Σχετικές λέξεις: βαδίζω
βαδίζω συνώνυμα, βαδίζω με παράπονο στίχοι, βαδίζω στην πάτρα, βαδίζω συνώνυμο, βαδίζω στην πάτρα 2014, βαδίζω αγγλικά, βαδίζω με παράπονο, βαδίζω με μάτια κλειστά, βαδίζω και παραμιλώ
Συνώνυμα: βαδίζω
παραγεμίζω, πεζοπορώ, περπατώ, περιπατώ, πορεύομαι, χαλώ, γδέρνω, λυώνω, τρίβω το πέλμα των υποδημάτων
Μεταφράσεις: βαδίζω
βαδίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
march, walk, scuff, pad, I walk
βαδίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marchar, marcha, andar, marzo, de marzo, marzo de, de marzo de
βαδίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
märz, marschieren, marsch, Marsch, März, march
βαδίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mars, défilé, marcher, marche
βαδίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marciare, marcia, camminare, marzo, March, corteo
βαδίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mármore, março, marcha, março de, de Março, de Março de
βαδίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lentemaand, marcheren, tippelen, maart, lopen, mars, opmars, March, tocht
βαδίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шествовать, маршировать, развитие, походка, ход, уходить, переход, марш, поход, март, отводить, поступь, демонстрация, вступить, вступать, уводить, марта, Март, шествие
βαδίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marsj, marsjere, mars, marsjen, march
βαδίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marsch, mars, marschen, skrevs den mars
βαδίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tallustaa, astella, marssia, maaliskuu, kulku, marssi, jaloitella, tallustella, maaliskuuta, päivänä maaliskuuta, maaliskuussa
βαδίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
marchere, gå, marts, march, marchen, marcherende, fremmarch
βαδίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jít, kráčet, pochod, pochodovat, března, březen, pochodu, march
βαδίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochód, marsz, marzec, przemarsz, pogranicze, maszerować, marca
βαδίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határvidék, induló, gyalogtávolság, március, felvonulás, márciusában, menetelés, menet
βαδίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
marş, Mart, march, yürüyüşü, yürüyüş
βαδίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завитий, марш, руш
βαδίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eci, marsi, mars, marshoj, marshim, marshimi, marsh, Marshi
βαδίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
марш, март, поход, шествие, преход
βαδίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стопень, хадзiць, сакавiк, марш
βαδίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märts, marss, marssima, märtsi, märtsil, marsi
βαδίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marš, ožujak, marširati, ići, stupati, mart, martovski, hodati, koračati
βαδίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mars, March, framrás, mars í, Mar
βαδίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
incedo, ambulare
βαδίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kovas, žygis, maršas, kovo, eitynės
βαδίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
marts, gājiens, march, maršs, gaita
βαδίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
март, маршот, марш, ти март
βαδίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
martie, marș, march, mars, marșul
βαδίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krače, pohod, marec, korakati, march, marš, koračnica
βαδίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochod, pochodu
Τυχαίες λέξεις