Wierzyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wierzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ώθηση, χωμένος, πιστεύω, μπήγω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
Wierzyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokładka στα ελληνικά - αντίβαρο, makeweight
  • egzaminować στα ελληνικά - εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
  • emalia στα ελληνικά - εμαγιέ, σμάλτο, αδαμαντίνη, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
  • imponować στα ελληνικά - επιβάλλω, εντυπωσιάζω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
Τυχαίες λέξεις
Wierzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ώθηση, χωμένος, πιστεύω, μπήγω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν