Λέξη: οδόφραγμα

Σχετικές λέξεις: οδόφραγμα

οδόφραγμα blogspot, οδόφραγμα αγίου δομετίου, οδόφραγμα λήδρα πάλας, οδόφραγμα λιμνίτη, οδόφραγμα λήδρας, οδόφραγμα δερύνειας, οδόφραγμα του αγίου δομετίου, οδόφραγμα στα αγγλικά

Συνώνυμα: οδόφραγμα

οδοφράγματα, φράγμα

Μεταφράσεις: οδόφραγμα

οδόφραγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
barricade, road block, roadblock, checkpoint, crossing point

οδόφραγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barricada, barrear, barrera, barricada de, barricadas, la barricada

οδόφραγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
barrikade, versperren, straßensperre, Barrikade, Barrikaden, Absperrung, barricade

οδόφραγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barricade, barricader, barrer, barrage, barrière, barricades

οδόφραγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barricare, barricata, barricade, barriera, barricata di, barricate

οδόφραγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barricada, barricade, barreira, barricadas, barricada de

οδόφραγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versperring, barricade, barrikade, barricaderen, hindernis

οδόφραγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баррикада, оградить, баррикадировать, преграда, заваливать, завалить, баррикады, баррикаду, баррикадой

οδόφραγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barrikade, barrikaden, barricade, barrikaden din, barrikadene

οδόφραγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barrikad, barrikaden, barrikad för, barrikader

οδόφραγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanki, sulkea, tukkia, sulku, barrikadi, barricade, barrikaadilla, katusulku

οδόφραγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barrikade, barrikaden, barrikaderne, barricade

οδόφραγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabarikádovat, barikáda, zatarasit, zátaras, barikády, barikádu, barikádové

οδόφραγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
barykadować, barykada, zabarykadować, barykady, barricade, barykadę

οδόφραγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barikád, barikádot, torlasz, barikádon, torlaszt

οδόφραγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
barikat, barricade, barikatı

οδόφραγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перепона, відгородити, перешкода, барикада, баррикада

οδόφραγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
barrikadë, barrikadës, Barrikada, barricade, barrikade

οδόφραγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
барикада, барикадата, преграда, барикадите

οδόφραγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
барыкада

οδόφραγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõke, barrikaad, barrikaadi, barrikadeerima

οδόφραγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepriječiti, barikada, zapreka, barikadu, zabarikadirati, postaviti barikadu

οδόφραγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
barricade

οδόφραγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
barikada, barricade, barikaduoti, Aizbarikadēt, Barikāde

οδόφραγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
barikāde, barikāžu, barikādes, barikādi, barikādēm

οδόφραγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
барикада, барикадите, барикади, барикадата, барикадата што

οδόφραγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bloca, baricadă, baricadei, baricada, barricade, baricade

οδόφραγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
barikáda, barikada, barricade, blokado, Prepriječiti

οδόφραγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
barikáda, barikády
Τυχαίες λέξεις