Windykować στα ελληνικά

Μετάφραση: windykować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναρρώνω, ανακτώ, επανακτώ, διεκδικώ, υπερασπίζω, δικαιώνουν, δικαιώσουν, δικαιώσει
Windykować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezużyteczność στα ελληνικά - ματαιότητα, αχρηστία, αχρηστίας, έλλειψη χρησιμότητας, δεν χρησιμεύει πλέον
  • bielmo στα ελληνικά - καταρράκτης, ενδοσπέρμιο, ενδόσπερμα, ενδοσπερμίου, το ενδοσπέρμιο, του ενδοσπερμίου
  • drastyczność στα ελληνικά - δριμύτητα, αυστηρότητα, σοβαρότητα, σοβαρότητας, βαρύτητα
  • dysk στα ελληνικά - δίσκος, πιατέλα, δισκοβολία, δίσκο, δίσκου, στο δίσκο, δίσκων
Τυχαίες λέξεις
Windykować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναρρώνω, ανακτώ, επανακτώ, διεκδικώ, υπερασπίζω, δικαιώνουν, δικαιώσουν, δικαιώσει