Wizytować στα ελληνικά
Μετάφραση: wizytować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιθεωρώ, επισκέπτομαι, εποπτεύω, επίσκεψη, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beznadziejny στα ελληνικά - φοβερός, απελπισμένος, απεγνωσμένος, ανωφελής, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, ...
- datek στα ελληνικά - ψυχικό, συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή, δείγμα, δωρεά, συνεισφοράς, ...
- druh στα ελληνικά - ανιχνευτής, ανιχνεύω, πρόσκοπος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, ...
- ekspresywny στα ελληνικά - εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές
Τυχαίες λέξεις
Wizytować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιθεωρώ, επισκέπτομαι, εποπτεύω, επίσκεψη, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Μεταφράσεις: επιθεωρώ, επισκέπτομαι, εποπτεύω, επίσκεψη, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε