Wkoło στα ελληνικά

Μετάφραση: wkoło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο
Wkoło στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • botaniczny στα ελληνικά - βοτανικός, βοτανική, βοτανικό, βοτανικής, βοτανικούς
  • bratobójczy στα ελληνικά - αδελφοκτονικός, αδελφοκτόνος, αδελφοκτόνο, αδελφοκτόνων, αδελφοκτόνου
  • dobrowolność στα ελληνικά - εθελοντικός, εκούσιο, εθελοντισμού στο, η προθυμία, εθελοντικό χαρακτήρα, εθελοντισμού στο πλαίσιο
Τυχαίες λέξεις
Wkoło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο