Wlepić στα ελληνικά
Μετάφραση: wlepić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, φοινικέλαιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beznamiętny στα ελληνικά - στεγνός, απαθής, ατάραχος, ξηρός, ψύχραιμος, ψύχραιμη, χωρίς πάθος, ...
- demultiplekser στα ελληνικά - αποπολυπλέκτης, αποπολυπλέκτη, αποπλέκτη, τον αποπλέκτη, αποπλέξεως
- internowanie στα ελληνικά - εγκλεισμός, φυλάκηση, εγκλεισμού, εγκλεισμό, internment
- iście στα ελληνικά - αλήθεια, πράγματι, όντως, μάλιστα, πραγματικά
Τυχαίες λέξεις
Wlepić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, φοινικέλαιο
Μεταφράσεις: φοίνικας, παλάμη, παλάμης, φοίνικα, φοίνικες, φοινικέλαιο