Λέξη: χρήματα

Σχετικές λέξεις: χρήματα

χρήματα από το internet, χρήματα ονειροκρίτης, χρήματα μέσω internet, χρήματα φαντάσματα - θεατρική παράσταση - β.τσιβιλίκας, χρήματα από blog, χρήματα όνειρο, χρήματα από το σπίτι, χρήματα μέσω internet με εργασία από το σπίτι, χρήματα από το youtube, χρήματα άμεσα

Συνώνυμα: χρήματα

λάχανο, λαχανίδα, παράδες, πλούτος, ζύμη, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς, χρηματικά ποσά, σεκέλ, εβραϊκό νόμισμα, νόμισμα, νομίσματα, νόμισμα χώρας, συνάλλαγμα, χαρτονομίσματα

Μεταφράσεις: χρήματα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cash, money, funds, monies, of money, money is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
efectivo, dinero, el dinero, de dinero, precio, dinero de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bargeld, einlösen, kasse, Geld, Geld zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
payer, espèces, comptant, finance, percevoir, encaisser, argent, l'argent, d'argent, de l'argent, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contante, incassare, soldi, denaro, i soldi, il denaro, moneta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
contant, geld, je geld, geld te, money, van geld
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
монета, наличность, кассовый, чистоган, инкассировать, деньги, наличные, деньжата, наличный, денег, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
penger, pengene, money
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontant, pengar, pengarna, money, penning, pengar för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hynä, raha, rahat, rahaa, rahalle, rahan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontant, penge, pengene, af penge, money
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proplatit, hotově, peníze, inkasovat, peněz, peněžního, peněžní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyzyskać, spieniężyć, gotówka, spieniężanie, spieniężać, gotówkowy, zapłata, zainkasować, zrealizować, kasowy, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pénz, pénzt, arány, money, arányt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
para, karşılığı, paranın, money
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
каш, інкасувати, готівка, гроші, касовий, кошти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
para, paratë, parave, holla, të holla
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пари, парите, качество, на пари
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грошы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sularaha, maksmine, raha, eest, raha eest, suhe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
unovčiti, gotovina, novca, novac, novaca, je novac, novcem
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
peningar, peninga, fé, peningana, peningum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasa, grynieji, pinigai, pinigų, pinigus, lėšos, lėšų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nauda, naudas, naudu, līdzekļu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пари, парите, на пари, пари за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bani, banii, banilor, de bani, bani de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gotovost, blagajna, denar, denarja, denarnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
peniaze

Στατιστικά δημοτικότητας: χρήματα

Τυχαίες λέξεις