Wlewanie στα ελληνικά

Μετάφραση: wlewanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, χύνοντας, έκχυση, ρίχνει, χύσιμο, εκχύσεως
Wlewanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antymonit στα ελληνικά - stibnite, στιμπνίτη, στριμπνίτη, στιμπνίτη και αιματόριζας
  • barometr στα ελληνικά - βαρόμετρο, το βαρόμετρο, βαρομέτρου, βαρόμετρου, βαρόμετρο για
  • bezpowrotnie στα ελληνικά - αμετάκλητα, ανέκκλητα, οριστικά, αμετάκλητη, αμετακλήτως
  • cementować στα ελληνικά - μπετό, τσιμέντο, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
Τυχαίες λέξεις
Wlewanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, χύνοντας, έκχυση, ρίχνει, χύσιμο, εκχύσεως