Λέξη: ευγένεια
Σχετικές λέξεις: ευγένεια
ευγένεια λεξικό, ευγένεια κλειδαρά, ευγένεια ρητα, ευγένεια καρυωτάκης, ευγένεια samara, ευγένεια ορισμόσ, ευγενια τσαουση, ευγένεια συνωνυμα, ευγένεια είναι, ευγενία μανωλίδου
Συνώνυμα: ευγένεια
λεπτότητα, λεπτότης, ιπποτισμός, μεγαλοψυχία, αβροφροσύνη, λιχουδιά, μεζές, ευαισθησία, αρχοντιά, ευγενείς, ανδραγαθία, γενναιότητα, γενναιότης, αβρότης, μεγαλοπρέπεια, ύψος, πραότητα, απαλότητα, γλύκα, αβρότητα, καλοσύνη, διύλιση, εκκαθάριση, ραφινάρισμα, υποχρεωτικότητα, υποχρεωτικότης, φιλανθρωπία, σεβασμός
Μεταφράσεις: ευγένεια
ευγένεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
courtesy, politeness, civility, gentleness, gentility
ευγένεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atención, obsequio, cortesía, la cortesía, educación, amabilidad, urbanidad
ευγένεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefälligkeit, verbindlichkeit, höflichkeit, liebenswürdigkeit, Höflichkeit, Höflichkeits, höflich, Freundlichkeit
ευγένεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
civilité, prévenance, politesse, obligeance, galanterie, affabilité, amabilité, honnêteté, accortise, amitié, courtoisie, la politesse, de politesse, une politesse
ευγένεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
favore, cortesia, educazione, garbo, gentilezza, la cortesia
ευγένεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
polidez, cortesia, educação, delicadeza, cordialidade
ευγένεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beleefdheid, hoffelijkheid, beleefd, vriendelijkheid, politeness
ευγένεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обходительность, любезность, учтивость, вежливость, вежливости, вежливостью
ευγένεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høflighet, høflighets
ευγένεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
artighet, hövlighet, artig, artighets, artigt
ευγένεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säädyllisyys, kohteliaisuus, suosionosoitus, kohteliaisuutta, kohteliaisuuden, kohteliaisuudesta, kohteliasta
ευγένεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
høflighed, høfligt
ευγένεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdvořilost, dvornost, poklona, laskavost, slušnost, zdvořilosti, politeness, slušnosti
ευγένεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kurtuazja, uprzejmość, grzeczność, uprzejmości, grzeczności, politeness
ευγένεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
figyelem, pukedli, udvariasság, udvariassággal, udvariassági, az udvariasság, udvariasságból
ευγένεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nezaket, incelik, kibarlık, kibarlığı
ευγένεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ґречність, чемність, ввічливість, увічливість, вежливость
ευγένεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
edukatë, mirësjellja, mirësjellje, politesë, njerëzi
ευγένεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учтивости, учтивост, вежливост, любезност, вежливостта, учтивостта
ευγένεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ветлівасць, ветлівасьць, далікатнасць, ветласць, ветлівасцю
ευγένεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viisakus, peenekombelisus, viisakust, viisakusest, viisakusreegleid, vähemalt viisakuse
ευγένεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učtivost, uslužnost, ljubaznost, uglađenost, pristojnost, uljudnosti, uljudnost
ευγένεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kurteisi
ευγένεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mandagumas, mandagūs, mandagumo, mandagumą, mandagumu
ευγένεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieklājība, pieklājību, pieklājības, laipnība
ευγένεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
учтивост, учтивоста, љубезност, љубезноста
ευγένεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
politețe, politețea, politete, politeții, de politețe
ευγένεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
laskavost, úklona, vljudnost, vljudnosti, prijaznim podtonom, vljudnost na
ευγένεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdvorilosť, rešpektovanie, ústretovosť, zdvorilosti
Στατιστικά δημοτικότητας: ευγένεια
Τυχαίες λέξεις