Wnikać στα ελληνικά
Μετάφραση: wnikać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błąkać στα ελληνικά - περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανιέμαι, αδέσποτος, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
- cios στα ελληνικά - χτυπώ, χτύπημα, κοψίδι, τεμαχίζω, κόβω, τσεκουριά, σουξέ, ...
- dwubiegunowość στα ελληνικά - ένταση, διπολικότητα, διπολικότητας, δίπολο, διπολισμού, διπολισμό
- hydrofobowy στα ελληνικά - υδρόφοβο, υδρόφοβα, υδρόφοβη, υδρόφοβες, υδρόφοβων
Τυχαίες λέξεις
Wnikać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν