Λέξη: μελάνι

Σχετικές λέξεις: μελάνι

μελάνι βόλος, μελάνι σουπιάς, μελάνι πίνακα, μελάνι βριλήσσια, μελάνι hp 301, μελάνι στα ρούχα, μελάνι για σφραγίδες, μελάνι στην πλατεία βριλησσίων, μελάνι hp, μελάνι για μαρκαδόρους πίνακα

Συνώνυμα: μελάνι

μελάνη

Μεταφράσεις: μελάνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ink, of ink, ink is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tinta, de tinta, la tinta, tinta de, tintas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tinte, Tinte, Farbe, Tinten, Farb, Druckfarbe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encre, l'encre, d'encre, encres
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inchiostro, di inchiostro, dell'inchiostro, d'inchiostro, l'inchiostro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferimento, tinta, ferida, de tinta, da tinta, a tinta, tinta de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkt, de inkt, ink, inkten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чернила, чернильница, чернил, чернилами, краски, краска
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blekk, blekket, ink, farge
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bläck, bläcket, färg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muste, mustetta, musteen, musteella, ink
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blæk, blækket, ink, trykfarve
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inkoust, barva, inkoustu, inkoustové, inkoustová, inkoustem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tusz, atrament, atramentu, tuszem, tuszu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tinta, festék, tintával, tintát, a tinta
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mürekkep, mürekkebi, ink, mürekkebin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несправедливість, кривда, чорнило, чорнила
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bojë shkrimi, ngjyrë, bojë, ink, boje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чернила, мастило, с мастило, мастилото, мастилената
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чарніла, чарнілы, чарнілаў, атрамант
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tint, trükivärv, tindi, tinti, tindiga, ink
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mastilo, tinta, tinte, ink, spremnika s, tintom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blek, Ink, bleki, blekið, með bleki
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rašalas, rašalo, dažai, dažų, ink
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tinte, tintes, tinti, ink, krāsu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мастилото, мастило, со мастило, на мастило
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cerneală, de cerneală, cerneala, cu cerneală, cernelii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
črnilo, tuš, ink, črnila, črnilom, Črnilna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
atrament, tuš, atramentu, inkoust, atramentom

Στατιστικά δημοτικότητας: μελάνι

Τυχαίες λέξεις