Λέξη: φαρμακευτικός

Σχετικές λέξεις: φαρμακευτικός

φαρμακευτικός σύλλογος τρικάλων, φαρμακευτικός σύλλογος θεσσαλονίκης αγγελιες, φαρμακευτικός σύλλογος μαγνησίας, φαρμακευτικός σύλλογος ηρακλείου, φαρμακευτικός σύλλογος κοζάνης, φαρμακευτικός σύλλογος λάρισας, φαρμακευτικός σύλλογος αθηνών, φαρμακευτικός σύλλογος ροδόπης, φαρμακευτικός σύλλογος ημαθίας, φαρμακευτικός σύλλογος αχαϊας, φαρμακευτικός σύλλογος, φαρμακευτικός σύλλογος θεσσαλονίκης, πανελλήνιος φαρμακευτικός σύλλογος, φαρμακευτικός σύλλογος αττικής

Μεταφράσεις: φαρμακευτικός

φαρμακευτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pharmaceutical, pharmaceutically, a pharmaceutically

φαρμακευτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
farmacéutico, farmacéutica, farmacéuticos, farmacéutica que, farmacéuticas

φαρμακευτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pharmazeutischen, pharmazeutisch, pharmazeutische, Pharma

φαρμακευτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médicament, pharmaceutique, pharmaceutiques, produits pharmaceutiques

φαρμακευτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farmaceutico, farmaceutica, farmaceutici, farmaceutiche, farmacia

φαρμακευτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
farmacêutico, farmacêutica, farmac�tica, farmacêuticos, farmacêuticas

φαρμακευτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medicijn, artsenij, geneesmiddel, farmaceutisch, farmaceutische, de farmaceutische, geneesmiddelen, van farmaceutische

φαρμακευτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фармацевтический, аптекарский, фармацевтическая, фармацевтической, фармацевтических, фармацевтического

φαρμακευτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
farmasøytiske, farmasøytisk, legemiddel, farmasi

φαρμακευτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
farmaceutiska, farmaceutisk, läkemedels, läkemedel, farmaceutiskt

φαρμακευτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lääke, rohto, lääke-, lääkealan, farmaseuttinen, farmaseuttisen, farmaseuttiset

φαρμακευτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
farmaceutiske, farmaceutisk, lægemidler, medicinalindustrien, lægemiddelindustrien

φαρμακευτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
farmaceutický, farmaceutické, farmaceutická, farmaceutického, farmaceutickou

φαρμακευτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apteczny, farmaceutyczny, farmakologiczny, farmaceutyczna, farmaceutyczną, farmaceutycznej, farmaceutyczne

φαρμακευτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyógyszeripari, gyógyszerészeti, gyógyászati, gyógyszerkészítmény, gyógyszerkészítmények

φαρμακευτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilaç, farmasötik, farmasötik bir, eczacılık, farmakolojik

φαρμακευτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фармацевтичний, фармацевтична, фармацевтичне, Фармацевтическая

φαρμακευτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
farmaceutike, farmaceutik, farmaceutike e, farmaceutike që, farmaceutike qe

φαρμακευτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фармацевтичният, фармацевтичната, фармацевтична, фармацевтичен, фармацевтичния

φαρμακευτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фармацэўтычная

φαρμακευτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
farmatseutiline, farmatseutilise, farmatseutiliste, farmatseutilised, farmatseutilisi

φαρμακευτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
farmaceutskoj, farmaceutski, farmaceutska, farmaceutskog, farmaceutske, farmaceutsku

φαρμακευτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lyfjafyrirtæki, Lyfjafræðilega, Lyfjasamsetning, lyfjaform, lyfja

φαρμακευτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
farmacijos, FARMACINĖ, VAISTO, vaistų, formacijos

φαρμακευτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
farmaceitisks, farmācijas, farmaceitisko, farmaceitiskā, farmaceitiskās

φαρμακευτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фармацевтската, фармацевтска, фармацевтските, фармацевтски, Фармацевтскиот

φαρμακευτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
farmaceutic, farmaceutică, farmaceutice, farmaceutica, farmaceutică care

φαρμακευτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
farmacevtska, farmacevtski, farmacevtske, farmacevtsko

φαρμακευτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
farmaceutický, farmaceutické, farmaceutickej, farmaceutických

Στατιστικά δημοτικότητας: φαρμακευτικός

Τυχαίες λέξεις