Λέξη: αποκολλώ
Μεταφράσεις: αποκολλώ
αποκολλώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
detach, Unstick, detached, detaches, dislodges
αποκολλώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destacar, separar, despegar, Despegue, Despéguense, unstick, despegarse
αποκολλώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lösen, uNSTICK, abzuziehen, losmachen
αποκολλώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détachons, découdre, détachez, détachent, isoler, débrayer, distraire, dételer, décoller, arracher, séparer, disjoindre, détacher, Décollez, décoller sous, décoller l, Décollez la
αποκολλώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiccare, scollare, staccare, Si stacca dal vetro, stacca dal vetro, unstick
αποκολλώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destacar, desligar, destruição, descolar, arrancar, Arrancam, Descola, unstick
αποκολλώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
unstick, los te maken, cilinder verder
αποκολλώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отделяться, отцеплять, отвязать, выделить, отвязывать, отцепить, разъединить, отряжать, прерывать, отделиться, нарядить, отделять, разъединять, наряжать, разобщить, посылать, отклеивать, отклеивается, Отклеить, отдирать
αποκολλώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unstick, opphev festing, opphev festing av
αποκολλώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Dra loss, borttagande, dra bort, loss, att dra bort
αποκολλώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irrottaa, irrottamaan
αποκολλώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løsrive, løsne, klæbebåndet løsnes, løsnes
αποκολλώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvelet, detašovat, odlučovat, utrhnout, odpojit, vyčlenit, odtrhnout, oddělit, izolovat, odlepit, nadzdvihnutí, odlepení, odlepování, páska odlepovala
αποκολλώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odczepić, oderwać, odłączać, odizolować, odseparować, oddzielać, odlepiać, odrywać, zdjąć, odkomenderować, odlepić, odczepiać, odłączyć, odklejać, rozkleić, Odklej, odklejenia
αποκολλώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szétválaszt, Unstick, leválasztásához, letépéséhez, kiemelésének megszüntetése
αποκολλώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayırmak, ayırmanın, serbest bırak, koparmak, soyacak
αποκολλώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відділіться, відчіпляти, роз'єднувати, роз'єднати, відклеювати, відклеюються, відклеюється, відклеювалися, відклеюють
αποκολλώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shqit
αποκολλώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отлепвам, Отлепва, Отлепва се, Отлепват се, Отлепват
αποκολλώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адклейвацца, адклейваецца, адклейваюцца, дастала, аблезлымі
αποκολλώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eemaldama, eraldama, Eemaldada, Eemaldatakse, kõrvalda
αποκολλώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podijeliti, odijeliti, odvojiti, odriješiti, odlijepiti, Odlijepi, odljepljivanje
αποκολλώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Unstick
αποκολλώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskirti, atlipdyti, Odlepiać, Rozkleić, Odklejać, atplėšti
αποκολλώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlīmēt, noplēstu
αποκολλώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разлепвам
αποκολλώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezlipi, dezlipește, Se dezlipește, a dezlipi, dezlipi sub
αποκολλώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odpodit, odlepi, se odlepi, Odlijepiti
αποκολλώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odlepiť, Odlepi, odlepit
Τυχαίες λέξεις