Wpływ στα ελληνικά

Μετάφραση: wpływ, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύγκρουση, έλεγχος, λήψη, ορμή, επενέργεια, κρούση, εξουσιάζω, επενεργώ, επιρροή, επηρεάζω, παριστάνω, επίδραση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Wpływ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cysta στα ελληνικά - κύστη, κυστογόνων, κύστης, κύστεων, κύστεως
  • fastrygować στα ελληνικά - τρυπώνω, βελονιάζω, ραβδίζω, αλείφω με λίπος, περιχύνω κρέας με σάλτσα
  • funkcjonalizm στα ελληνικά - λειτουργικός, λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, τη λειτουργικότητα, η λειτουργικότητα, την λειτουργικότητα
  • galopować στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπάζω, καλπασμός, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Τυχαίες λέξεις
Wpływ στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύγκρουση, έλεγχος, λήψη, ορμή, επενέργεια, κρούση, εξουσιάζω, επενεργώ, επιρροή, επηρεάζω, παριστάνω, επίδραση, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο