Λέξη: δέντρο
Σχετικές λέξεις: δέντρο
δέντρο της ζωής βικιπαιδεια, δέντρο του ιούδα, δέντρο με κόκκινα φύλλα, δέντρο ζωής, δέντρο της ζωής, δέντρο που χάνει τα φύλλα του το χειμώνα, δέντρο παυλώνια, δέντρο μελιά, δέντρο από αγάπη, δέντρο της γνώσης, το δέντρο, χριστουγεννιάτικο δέντρο, γενεαλογικό δέντρο
Συνώνυμα: δέντρο
δένδρο
Μεταφράσεις: δέντρο
δέντρο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tree, the tree
δέντρο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
árbol, árbol de, árboles, de árbol, del árbol
δέντρο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baum, Baum, tree, Baumes
δέντρο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arbre, arborescence, arbres, tree, l'arbre
δέντρο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
albero, albero di, tree, dell'albero, l'albero
δέντρο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arbusto, árvores, árvore, tratado, árvore de, da árvore, de árvore, tree
δέντρο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boom, tree, structuur, bomen, boom van
δέντρο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колодка, дерево, виселица, древо, дерева, елка, деревьев, деревом
δέντρο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tre, treet, Etterkom, data
δέντρο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
träd, trädet, tree, Kekules
δέντρο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puu, Tree, puun, puiden, puusta
δέντρο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
træ, træet, tree
δέντρο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strom, treee, stromu, tree, stromů
δέντρο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drzewko, drewno, drzewo, drzewa, tree, drzew, drzewie
δέντρο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bitó, fa, fát, tree, fán
δέντρο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağaç, şecere, ağacı, tree, İndeksi, ağacını
δέντρο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шибениця, колодка, дерево
δέντρο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dru, pemë, pema, pema e, pemë e
δέντρο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дърво, дървото, дървета, елха
δέντρο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дрэва
δέντρο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puu, tree, puude, puud, puust
δέντρο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drvo, stablo, kalup, stabla, tree, drvce
δέντρο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tré, tréð, trénu
δέντρο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medis, sritys, medžio, medžių, medį
δέντρο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
koks, koku, koka, tree
δέντρο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дрвото, дрво, стебло, дрвја
δέντρο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
copac, pom, arbore, arborelui, tree
δέντρο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drevo, tree, drevesa, dreves
δέντρο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strom, tree