Wpoić στα ελληνικά
Μετάφραση: wpoić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντυπωσιάζω, εμπνέω, εμφυσώ, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, εμφυσήσουν, εντυπώσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alopatyczny στα ελληνικά - αλλοπαθητικός, αλλοπαθητικών, αλλοπαθητικά, αλλοπαθητική, αλλοπαθητικό
- bezmyślność στα ελληνικά - κενό, απερισκεψία, επιπολαιότητα, απερισκεψίας, η επιπολαιότητα, την απερισκεψία
- centralnie στα ελληνικά - κεντρικά, κεντρική, σε κεντρικό, κεντρικό, σε κεντρική
- gromada στα ελληνικά - αγέλη, κλάση, όμιλος, ορδή, συρρέω, υπάγω, τάξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Wpoić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντυπωσιάζω, εμπνέω, εμφυσώ, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, εμφυσήσουν, εντυπώσουμε
Μεταφράσεις: εντυπωσιάζω, εμπνέω, εμφυσώ, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, εμφυσήσουν, εντυπώσουμε