Wrębiać στα ελληνικά
Μετάφραση: wrębiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- album στα ελληνικά - λεύκωμα, δίσκος, άλμπουμ, ξενοδοχειου, δίσκο
- bandycki στα ελληνικά - εγκληματίας, εγκληματικός, ληστής, ληστή, bandit, ληστών, ληστρικές
- fanfaron στα ελληνικά - πετεινός, κόκορας, κρουνός, καβλί, κόκορα, στρόφιγγα
- frezarko-kopiarka στα ελληνικά - άλεσης, άλεση, φρεζάρισμα, άλεσμα, αλέσεως
Τυχαίες λέξεις
Wrębiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
Μεταφράσεις: πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω