Λέξη: αψίκορος

Μεταφράσεις: αψίκορος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fastidious, apsikoros
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wählerisch, anspruchsvoll, verwöhnt, pingelig, apsikoros
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délicat, exigeant, méticuleux, dégoûté, scrupuleux, minutieux, difficile, apsikoros
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прихотливый, утонченный, привередливый, разборчивый, изощренный, брезгливый, apsikoros
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kresen, apsikoros
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kräsen, apsikoros
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ronkeli, nirso, apsikoros
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybíravý, náročný, úzkostlivý, choulostivý, apsikoros
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrupulatny, grymaśny, wybredny, apsikoros
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
titiz, apsikoros
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розбірливий, витончений, вибагливий, apsikoros
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
perfektsionistlik, apsikoros
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gadljiv, apsikoros
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apsikoros
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náročný, apsikoros
Τυχαίες λέξεις