Wręczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wręczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίδω, χέρι, εκφωνώ, παραδίνω, δείκτης, δίνω, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Wręczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambulatorium στα ελληνικά - ιατρείο, φαρμακείου, φαρμακευτικό εργαστήριο, ιατρείο του, υγειονομικού κέντρου
  • brudny στα ελληνικά - άσεμνος, απεριποίητος, αισχρός, βρόμικος, βρώμικος, απαίσιος, ατημέλητος, ...
  • działko στα ελληνικά - κανόνι, πυροβόλο, το κανόνι, κανονιού, κανόνια
  • greka στα ελληνικά - ελληνικά, Έλληνας, ελληνική, Έλληνες, ελληνικές
Τυχαίες λέξεις
Wręczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίδω, χέρι, εκφωνώ, παραδίνω, δείκτης, δίνω, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά