Λέξη: αιτών
Σχετικές λέξεις: αιτών
αιτών αιτούσα αιτούν, αιτών ή αιτούμενοσ, αιτών κλίση, αιτών άσυλο, ο αιτών, η αιτών, αιτών άσυλο ορισμός, αιτών αιτούσα
Συνώνυμα: αιτών
αιτητής, ικέτης
Μεταφράσεις: αιτών
αιτών στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
applicant, petitioner, applicant shall, applicant is, claimant
αιτών στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretendiente, solicitante, aspirante, demandante, parte demandante, candidato
αιτών στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bittsteller, bewerber, antragsteller, Antragsteller, Bewerber, Klägerin, Anmelder, Antragstellers
αιτών στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
candidat, demandeur, solliciteur, postulant, aspirant, requérante, requérant, déposant
αιτών στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
candidato, richiedente, ricorrente, ricorrente ha
αιτών στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pretendente, requerente, candidato, recorrente, demandante
αιτών στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzoeker, aanvrager, verzoekster, kandidaat, verzoeksters
αιτών στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проситель, податель, кандидат, заявитель, просительница, претендент, заявителя, заявителю, заявительница
αιτών στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
søkeren, søker, søkerens, kandidat, kandidaten
αιτών στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sökanden, sökande, sökandens, sökanden har, sökandes
αιτών στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anoja, viranhakija, hakija, työnhakija, kantaja, kantajan, hakijan, kantajalle
αιτών στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ansøger, sagsøgeren, ansøgeren, sagsøgerens, sagsoegeren
αιτών στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žadatel, uchazeč, navrhovatel, žalobkyně, žalobce, přihlašovatel
αιτών στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reflektant, aplikant, petent, wnioskodawca, kandydat, skarżąca, skarżący, wnioskujący, skarżącej
αιτών στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pályázó, felperes, kérelmező, kérelmezőnek, felperesnek
αιτών στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aday, istekli, başvuru sahibi, Başvuran, başvuranın, Başvurucu
αιτών στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подавець, кандидат, претендент, прохач, заявник, заявника
αιτών στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërkues, kandidat, aplikanti, aplikuesi, kërkuesi
αιτών στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кандидат, заявител, жалбоподател, запитващия
αιτών στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заяўнік
αιτών στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taotleja, avaldaja, hageja, hagejale, taotlejale
αιτών στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predlagatelj, kandidat, podnosilac, prijavitelj, Podnositelj zahtjeva, Podnositelj, podnositeljica zahtjeva, podnositelj prijave, podnositeljica
αιτών στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umsækjandi, umsækjanda, umsækjandinn, kærandi, kæranda
αιτών στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kandidatas, prašytojas, ieškovė, pareiškėjas, ieškovas
αιτών στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kandidāts, pretendents, prasītājs, pieteikuma, pieteikuma iesniedzējs, iesniedzējs
αιτών στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подносителот на барањето, барателот, подносителот, кандидатот, апликантот
αιτών στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
candidat, solicitant, solicitante, solicitantului, solicitantă, reclamant
αιτών στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlagatelj, prosilec, tožeča stranka, tožeča, vložnik
αιτών στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uchádzač, žiadateľ, navrhovateľ, žiadateľa, žiadateľom