Wsłuchiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: wsłuchiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Wsłuchiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eksponat στα ελληνικά - παρουσιάζω, έκθεμα, εκθέτω, οθόνη, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, ...
  • epizootia στα ελληνικά - επιζωοτία, επιζωοτική, επιζωοτικής, επιζωοτικών, επιζωοτικές
  • hellenista στα ελληνικά - ελληνιστής, ελληνιστή, ελληνιστών, ελληνιστές, ελληνίστρια
  • internować στα ελληνικά - κρατώ, Intern, οικότροφος, ασκούμενος, ασκούμενο
Τυχαίες λέξεις
Wsłuchiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε