Λέξη: παραχώρηση

Σχετικές λέξεις: παραχώρηση

παραχώρηση επαγγελματικής στέγης, παραχώρηση κατοικίας, παραχώρηση χρήσης, παραχώρηση αιγιαλού 2014, παραχώρηση ενοικίων στην εφορία, παραχώρηση χρήσης αυτοκινήτου, παραχώρηση επικαρπίας, παραχώρηση συνώνυμα, παραχώρηση άδειας χρήσης σήματος, παραχώρηση άδειας χρήσης λογισμικού

Συνώνυμα: παραχώρηση

χορήγηση, δωρεά, επίδομα, άδεια, παραδοχή, συγκατάβαση, εκχώρηση, δικαίωμα

Μεταφράσεις: παραχώρηση

παραχώρηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
concession, grant, granting, allocation, granting of

παραχώρηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concesión, de concesión, concesión de, la concesión, concesiones

παραχώρηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zugeständnis, konzession, Konzession, Zugeständnis, Konzessions, Konzessionen

παραχώρηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concession, concessions, la concession, concession de, de concession

παραχώρηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concessione, di concessione, concessione di, concessioni, della concessione

παραχώρηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concessão, de concessão, concessão de, concessões, da concessão

παραχώρηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concessie, vergunning, concessieovereenkomst, concessies, concessieovereenkomst voor, concessie voor

παραχώρηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
концессия, уступка, концессии, уступкой, концессионного

παραχώρηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevilling, konsesjon, konsesjonen, konsesjons, innrømmelse

παραχώρηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eftergift, koncession, koncessions, koncessionen

παραχώρηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myönnytys, toimilupa, myyntilupa, toimiluvan, käyttöoikeussopimuksen, myönnytystä

παραχώρηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
koncession, koncessionen, indrømmelse, koncessionskontrakt, koncessionskontrakt om

παραχώρηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připuštění, povolení, ústupek, koncese, koncesní, koncesi, ústupkem

παραχώρηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koncesja, ustępstwo, koncesji, koncesję, koncesyjna

παραχώρηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
koncesszió, engedmény, koncessziós, koncessziót, engedményt

παραχώρηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imtiyaz, indirim, taviz, imtiyazlı

παραχώρηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поступка, уступка, концесія, поступлення, відступлення, поступку

παραχώρηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
koncesion, koncesionit, koncesioni, e koncesionit, koncesionare

παραχώρηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отстъпка, концесия, концесионния, на концесия, концесионен

παραχώρηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
саступка, ўступка, уступка

παραχώρηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kontsessioon, loovutus, elamukooperatiiv, kontsessioonileping, kontsessiooni, kontsessioonilepingu, soodustus

παραχώρηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogodnost, licenca, ustupak, koncesija, koncesije, koncesiji, koncesiju

παραχώρηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veiting, sérleyfi, ívilnun, ívilnun í, sérleyfissamningur

παραχώρηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolaida, koncesija, koncesijos, lengvata, koncesiją

παραχώρηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
koncesija, koncesijas, koncesiju, piekāpšanās, kompensācija

παραχώρηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
концесија, концесијата, за концесија, концесискиот, на концесија

παραχώρηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
concesiune, de concesiune, concesionare, concesie, concesiuni

παραχώρηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koncesija, koncesijska, koncesije, koncesijo, koncesijske

παραχώρηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výsada, koncesie, koncesia, koncesií, úľavy, koncesiu

Στατιστικά δημοτικότητας: παραχώρηση

Τυχαίες λέξεις