Wskazujący στα ελληνικά

Μετάφραση: wskazujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
Wskazujący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dacharz στα ελληνικά - στεγαστής, roofer, κεραμιδάδες, τεχνίτης στέγης, roofer που
  • frasunek στα ελληνικά - θλίψη, οδύνη, λύπη, έννοια, ανησυχώ, ανησυχία, ανησυχείτε, ...
  • gięcie στα ελληνικά - κάμψη, κάμψης, κάμψεως, την κάμψη, λύγισμα
  • istny στα ελληνικά - τακτικός, κατατάσσω, αληθινός, βαθμός, πραγματικός, ομαλός, βαθμολογώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Wskazujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία, ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές