Λέξη: πόλεμος

Σχετικές λέξεις: πόλεμος

πόλεμος πατήρ πάντων, πόλεμος των ρόδων, πόλεμος βιετνάμ, πόλεμος 1897, πόλεμος και ειρήνη, πόλεμος των άστρων, πόλεμος της κριμαίας, πόλεμος κορέας, πόλεμος στη συρία, πόλεμος στην ουκρανία, παγκόσμιος πόλεμος, πελοποννησιακός πόλεμος, εμφύλιος πόλεμος, τρωικός πόλεμος, 1897, 2ος παγκόσμιος πόλεμος, β παγκόσμιος πόλεμος, α παγκόσμιος πόλεμος, ειρήνη πόλεμος

Συνώνυμα: πόλεμος

πάλη, αγώνας, μάχη, προάσπιση, καβγάς, πολεμικές επιχειρήσεις

Μεταφράσεις: πόλεμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
war, warfare, fight, war is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guerrear, guerra, la guerra, de guerra, guerra de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kriegsführung, kriegführung, kriegskunst, streiten, krieg, Krieg, Kriegs, Krieges, Kriege
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guerroyer, guerrier, militer, guerre, lutte, combat, martial, conflit, combattre, batailler, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bellico, guerra, la guerra, di guerra, guerre
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anseio, queira, guerra, querer, a guerra, de guerra, da guerra, guerra de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oorlog, krijg, de oorlog, war, strijd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столкновение, война, междоусобица, психоз, борьба, бороться, войны, войну, войне, войной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krig, krigen, krigs, war
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krig, kriget, krigs, kriga, kriger
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sota, sodankäynti, sodan, sotaa, sodassa, sotaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krig, krigen, krigens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
boj, bojovat, konflikt, válka, válečný, válčit, války, válce, válku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wojować, wojowanie, wojna, walka, wojenny, wojny, war, wojnie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
háború, háborús, háborút, a háború, háborúban
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savaş, savaşı, War, savaşın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товари, товар, олень, війна, війни, война
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftë, lufta, luftës, lufte, të luftës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
война, войната, военни, войни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вайна, война
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vapiti, laoülem, laotööline, sõda, sõja, sõjas, sõjast, sõtta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rata, ratovanje, vojevati, rat, borba, ratovati, ratne, ratni, za ratne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hernaður, stríð, stríðið, War, stríðsins, stríði
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bellum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karas, karo, War, karą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karš, kara, War, karu, karā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
војната, војна, воени, воените, за воени
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
război, razboi, de război, războiului, războiul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konflikt, vojna, vojne, vojni, vojno, war
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konflikt, bojovať, vojna, vojny, válka

Στατιστικά δημοτικότητας: πόλεμος

Τυχαίες λέξεις