Współczujący στα ελληνικά

Μετάφραση: współczujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικτρός, αξιολύπητος, πονόψυχος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, συμπονετικός
Współczujący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barchanowy στα ελληνικά - κοτλέ, κομπαστικός, είδος βαμβακερού υφάσματος, στόμφος, τη σκληρή
  • delicja στα ελληνικά - λεπτότητα, λιχουδιά, απολαμβάνω, έδεσμα, λιχουδιάς, ευαισθησία
  • elongacja στα ελληνικά - επιμήκυνση, επιμήκυνσης, επιμηκύνσεως, την επιμήκυνση, η επιμήκυνση
  • hazardowy στα ελληνικά - επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, παράτολμες
Τυχαίες λέξεις
Współczujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικτρός, αξιολύπητος, πονόψυχος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, συμπονετικός