Wtryskiwanie στα ελληνικά

Μετάφραση: wtryskiwanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Wtryskiwanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bierzmowanie στα ελληνικά - επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
  • bęcwał στα ελληνικά - κούκος, κούκου, κούκων, κούκο, ειδών σελάχι
  • cel στα ελληνικά - δείχνω, στοχεύω, σκοπός, προορισμός, τελειώνω, σημειώνω, αποβλέπω, ...
  • episkop στα ελληνικά - Επισκοπής, επισκοπικού, Επίσκοπος, Επισκόπου, Επίσκοπου
Τυχαίες λέξεις
Wtryskiwanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης