Λέξη: σέρτικος
Μεταφράσεις: σέρτικος
σέρτικος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acrid, severe, sertikos
σέρτικος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acre, severo, inclemente, austero, sertikos
σέρτικος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streng, üblen, scharf, akut, ätzend, massiv, ernst, gallig, sertikos
σέρτικος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dur, amer, biliaire, âcre, revêche, mauvais, cinglant, rude, acéré, atroce, corrosif, austère, aigre, sévère, rigide, strict, sertikos
σέρτικος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grave, rigido, austero, severo, acre, rigoroso, sertikos
σέρτικος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rígido, rigoroso, diversos, severo, austero, sertikos
σέρτικος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straf, duchtig, gestreng, bar, zwaar, sertikos
σέρτικος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
язвительный, трудный, сильный, остроконечный, острый, тяжелый, тщательный, раздражающий, едкий, глубокий, лютый, суровый, простой, жестокий, строгий, резкий, sertikos
σέρτικος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
streng, alvorlig, sertikos
σέρτικος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sträng, hård, sertikos
σέρτικος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kova, karvas, vakava, kauhea, tuima, ankara, vaivalloinen, kirpeä, sertikos
σέρτικος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
streng, sertikos
σέρτικος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drsný, trpký, těžký, kousavý, krutý, prudký, silný, ostrý, strohý, zlý, přísný, hrozný, jízlivý, štiplavý, sertikos
σέρτικος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
surowy, obłożny, spiczasty, poważny, ciężki, zły, cierpki, marsowy, dotkliwy, bezwzględny, kwaskowaty, drakoński, ostry, uporczywy, przenikliwy, srogi, sertikos
σέρτικος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sallangmentes, szabályos, szigorú, kimért, sertikos
σέρτικος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sert, sertikos
σέρτικος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жорстокий, суворий, стиснутий, гостра, гостре, сильний, дратуючий, уїдливий, дратівний, дужий, sertikos
σέρτικος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ashpër, rreptë, sertikos
σέρτικος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
sertikos
σέρτικος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
sertikos
σέρτικος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kibe, salvav, tõsine, terav, sertikos
σέρτικος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strog, jak, nadražujući, teške, ljut, jedak, snažan, oštar, zajedljiv, sertikos
σέρτικος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilfinnanlegur, sertikos
σέρτικος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
austerus, acer, asper, gravis
σέρτικος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
griežtas, sertikos
σέρτικος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stingrs, bargs, sertikos
σέρτικος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
sertikos
σέρτικος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sever, sertikos
σέρτικος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sertikos
σέρτικος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
silný, trpký, drsný, krutý, sertikos
Τυχαίες λέξεις