Λέξη: εικονογραφώ

Συνώνυμα: εικονογραφώ

διευκρινίζω, επεξηγώ

Μεταφράσεις: εικονογραφώ

εικονογραφώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
illustrate

εικονογραφώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilustrar, ilustran, de ilustrar, ilustra, mostrar

εικονογραφώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
illustrieren, veranschaulichen, veranschau, erläutern

εικονογραφώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
illustrer, éclaircir, illustrent, expliquer, élucider, éclairer, illustrez, illustrons, d'illustrer, montrer, illustre

εικονογραφώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illustrare, spiegare, illustrano, illustrerà, di illustrare, illustra

εικονογραφώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilustre, ilustrar, ilumine, iluminar, ilustram, ilustra, ilustração, mostram

εικονογραφώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veraanschouwelijken, illustreren, verluchten, te illustreren, illustratie, illustratie van, tonen

εικονογραφώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
иллюстрировать, проиллюстрировать, пояснять, иллюстрируют, иллюстрации, показывают

εικονογραφώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
illustrere, illustrerer, viser, å illustrere, belyse

εικονογραφώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illustrera, illustrerar, visar, belysa, åskådliggör

εικονογραφώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvittaa, havainnollistaa, ilmentää, valaista, kuvaavat, havainnollistavat, esittävät

εικονογραφώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
illustrere, illustrerer, belyse, at illustrere, illustration

εικονογραφώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ilustrovat, znázornit, objasnit, vysvětlit, ilustrují, ilustraci, znázorňují, ukazují

εικονογραφώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ilustrować, zilustrować, uzmysłowić, objaśniać, zobrazować, ilustrują, zilustrowania

εικονογραφώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illusztrálására, illusztrálja, illusztrálni, illusztrálják, bemutassa

εικονογραφώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örneklemek, göstermek, göstermektedir, gösteren, açıklamak

εικονογραφώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пояснювати, ілюструвати, проілюструвати, поясняти, ілюструватимуть, ілюструватиме

εικονογραφώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ilustroj, ilustruar, të ilustruar, ilustrojnë, ilustrojë

εικονογραφώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
илюстрирам, илюстрират, илюстрира, илюстриране, илюстрация

εικονογραφώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ілюстраваць

εικονογραφώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
illustreerima, illustreerivad, illustreerida, illustreerimiseks, selgitavad

εικονογραφώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ilustrirati, objasniti, ilustriraju, prikazuju, ilustrirali, ilustrirao, ilustraciju

εικονογραφώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýna, skýra, að sýna, lýsa, varpa ljósi

εικονογραφώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iliustruoti, iliustruoja, parodyti, parodo

εικονογραφώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ilustrēt, ilustrētu, ilustrē, parāda, parādītu

εικονογραφώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
илустрираат, илустрира, ги илустрираат, илустрација, се илустрира

εικονογραφώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ilustra, ilustrează, a ilustra, ilustreze, ilustrarea

εικονογραφώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ponazarjajo, ilustrirajo, ponazoritev, ponazarjata, prikazujejo

εικονογραφώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ilustrovať, znázorniť, ilustráciu, názorne
Τυχαίες λέξεις