Wybąkać στα ελληνικά

Μετάφραση: wybąkać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
Wybąkać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balansować στα ελληνικά - ισοζύγιο, αναπηδώ, πλάστιγγα, ισορροπία, ζυγαριά, υπόλοιπο, ισορροπίας, ...
  • biometryka στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
  • diagnozować στα ελληνικά - διάγνωση, τη διάγνωση, διαγνώσει, διάγνωση της, διαγνώσουν
  • dopuszczenie στα ελληνικά - δημοσιεύω, εκκρίνω, είσοδος, κυκλοφορώ, ομολογία, παραδοχή, εισδοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Wybąkać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν