Λέξη: αναπληρώ
Συνώνυμα: αναπληρώ
αποζημιώνω, αποζημιώ, κρατώ ως εγγύηση, κρατώ ως εγγύησιν, επαναθέτω, αντικαθιστώ, εκτοπίζω, διορίζω, αντιπροσωπεύω, συμπληρώ, ανανεώνω
Μεταφράσεις: αναπληρώ
αναπληρώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
replenish, deputize, recoup
αναπληρώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rellenar, delegar, sustituirle, su sustituto, deputize, diputar
αναπληρώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vertreten, wahrgenommen, Stellvertretung, deputize
αναπληρώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
combler, emplir, suppléer, gonfler, charger, compléter, remplir, réassortir, assurer l'intérim, députer, suppléance, suppléé
αναπληρώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
integrare, riempire, deputize, sostituirlo, veci, le veci, supplenza
αναπληρώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deputar, substituí, deputize, coadjuvar, agir como deputado
αναπληρώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plaatsvervanger, vervangt, optreden als plaatsvervanger, waargenomen door, als plaatsvervanger
αναπληρώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пополнить, пополнять, замещать, замещает, бы выступать, бы выступать от
αναπληρώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vikariere, trer, overta som stedfortreder
αναπληρώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deputise, ställföreträdare, chefens ställ, vikariera, centralbankschefens ställ
αναπληρώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimia sijaisena, määrätä sijaiseksi, sijaisena, sijaisena toimii, sijaisina
αναπληρώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stedfortræder, træde, stedfortraeder, som stedfortræder, træde i stedet
αναπληρώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doplnit, naplnit, zastupovat, zastupuje, zastupují, delegovat, vyslat
αναπληρώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napełnić, dopełniać, uzupełniać, zaopatrywać, dopełnić, napełniać, zastąpić, zastępują, zastępować, zastępstwo, zastępującego
αναπληρώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyettesít, képvisel, helyettesítést, helyettesíteni, helyettesítse
αναπληρώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vekâlet etmek, atamak, vekalet, vekâlet, vekalet eder
αναπληρώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заміщати, заміняти, заміщувати, заміщатиме, замінювати
αναπληρώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përfaqësoj, përfaqësoj të, të përfaqësoj, zëvendësoj, dubloj
αναπληρώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
представям, дублирам, замествам, замества националния, да го замества
αναπληρώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
замяшчаць, замяняць, магчымасць замяшчаць, роўна замяшчаць
αναπληρώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kosutama, asetäitjana tegutsema, asendaja, asenduse, asendama, asetäitjana
αναπληρώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napuniti, dodati, zamjenjivati, delegirati, zastupati, imenovati za zamenika, zastupati nekog
αναπληρώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deputize
αναπληρώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaduoti, pavaduoti, pavaduoja, pavaduojami, atstovauti
αναπληρώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārstāvēt, dublēt, aizvietot, aizstāt amatā
αναπληρώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
застапува
αναπληρώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delega, suplinit, îl înlocuiască, înlocuiește de, suplini
αναπληρώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nadomeščati, nadomeščata, Zamenjavati, nadomeščanje, zastopajo
αναπληρώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zastupovať, zastupovanie, reprezentovať, zastupuje, na zastupovanie