Wybrzuszenie στα ελληνικά
Μετάφραση: wybrzuszenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακτινοβολία, φλεγμονή, προβολή, πρήξιμο, διογκώνω, υπολογισμός, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bunkier στα ελληνικά - καύσιμο, τροφοδοτώ, καύσιμα, ανθρακαποθήκη, καυσίμων, αποθήκη, καταφύγιο, ...
- bzowina στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
- gildia στα ελληνικά - ένωση, επιχρυσώνω, συντεχνία, σωματείο, τάγματος, του τάγματος, τάγμα, ...
- hieroglificzny στα ελληνικά - ιερογλυφικός, ιερογλυφικού, ιερογλυφική, ιερογλυφικά, ιερογλυφικό
Τυχαίες λέξεις
Wybrzuszenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακτινοβολία, φλεγμονή, προβολή, πρήξιμο, διογκώνω, υπολογισμός, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
Μεταφράσεις: ακτινοβολία, φλεγμονή, προβολή, πρήξιμο, διογκώνω, υπολογισμός, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης