Λέξη: εύκαμπτος

Σχετικές λέξεις: εύκαμπτος

εύκαμπτος ανοξείδωτος σωλήνας, εύκαμπτος καθρέφτης, εύκαμπτος αεραγωγός, εύκαμπτος αγωγός διπλού τοιχώματος, εύκαμπτος άξονας, εύκαμπτος σωλήνας προστασίας καλωδίων, εύκαμπτος πράσινος ελικοειδής σωλήνας από pvc, εύκαμπτος βραχίονας, εύκαμπτος σωλήνας, εύκαμπτος άξονας dremel

Συνώνυμα: εύκαμπτος

λύγινος, ευλύγιστος, εύπλαστος, υποχωρητικός, ευέλικτος

Μεταφράσεις: εύκαμπτος

εύκαμπτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flexible, pliable, pliant, limber, a flexible

εύκαμπτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flexible, elástico, plegable, flexibles, flexibilidad, flexible de

εύκαμπτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschmeidig, fügsam, anpassungsfähig, gefügig, flexibel, biegsam, folgsam, schmiegsam, flexible, flexiblen, flexibler, flexibles

εύκαμπτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souple, liant, flexible, arrangeant, malléable, docile, pliant, élastique, flexibles, souples, souplesse

εύκαμπτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elastico, flessibile, pieghevole, arrendevole, flessibili, flessibilità, flessibile con, flexible

εύκαμπτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carne, flexível, flexíveis, flexibilidade, de flexibilidade

εύκαμπτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buigbaar, lenig, smijdig, soepel, buigzaam, flexibele, flexibel, flexibeler, soepele

εύκαμπτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сговорчивый, универсальный, податливый, уступчивый, гнущийся, гибкий, эластичный, гибкая, гибкой, гибким, гибкими

εύκαμπτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bøyelig, fleksibel, fleksibelt, fleksible

εύκαμπτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elastisk, smidig, flexibel, flexibla, flexibelt, böjlig, böjliga

εύκαμπτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sulava, taipuva, joustava, notkea, taipuisa, joustavia, joustavan, joustavaa, joustavat

εύκαμπτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fleksibel, fleksible, fleksibelt, smidig, fleksibilitet

εύκαμπτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
elastický, ochotný, poddajný, ohebný, pružný, flexibilní, přizpůsobím, přizpůsobím se

εύκαμπτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
giętki, podatny, ustępliwy, gibki, elastyczny, niesztywny, pojednawczy, elastyczne, elastyczna, elastycznym

εύκαμπτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árnyalatos, rugalmas, flexibilis, hajlékony, rugalmasabb, a rugalmas

εύκαμπτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esnek, esnek bir, esnektir, bükülgen

εύκαμπτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гнучкий, еластичний, згідливий, гнучкість, універсальний, поступливий, мінливий, пластичність, гнучкіший

εύκαμπτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
elastik, fleksibël, fleksibile, fleksibil, elastike

εύκαμπτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гъвкав, подвижен, гъвкава, гъвкави, гъвкаво

εύκαμπτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гнуткі, гібкі, гнуткай

εύκαμπτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paindlik, vormitav, painduv, paindliku, paindlikud, paindlikku, paindlike

εύκαμπτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fleksibilan, savitljiv, vitak, fleksibilni, fleksibilna, fleksibilno, fleksibilne

εύκαμπτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beygjanlegur, sveigjanleg, sveigjanlegt, sveigjanlegur, sveigjanlegri, sveigjanlega

εύκαμπτος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mollis, lentesco

εύκαμπτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankstus, lanksti, lanksčios, lankstūs, lanksčiai

εύκαμπτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lokans, elastīga, elastīgs, elastīgi, elastīgas

εύκαμπτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
флексибилен, флексибилни, флексибилна, флексибилно, флексибилност

εύκαμπτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
flexibil, flexibilă, flexibile, flexibila

εύκαμπτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prilagodljiv, fleksibilna, prilagodljiva, fleksibilen, fleksibilni

εύκαμπτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
flexibilní, pružný, ochotný, flexibilný, elastický, elastické
Τυχαίες λέξεις