Wycierpieć στα ελληνικά
Μετάφραση: wycierpieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάσχω, υπομένω, υποφέρω, παθαίνω, αντέχω, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chłop στα ελληνικά - αγρότης, άντρας, συνάδελφος, χωριάτης, τύπος, χωρικός, αγροτών, ...
- cichnąć στα ελληνικά - υποχωρώ, χαμηλός, υποχωρούν, υποχωρήσουν, υποχωρήσει, υποχωρεί, να υποχωρήσουν
- enklityka στα ελληνικά - εγκλιτικό
- fala στα ελληνικά - μπικουτί, ξεχύνομαι, κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
Τυχαίες λέξεις
Wycierpieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάσχω, υπομένω, υποφέρω, παθαίνω, αντέχω, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει
Μεταφράσεις: πάσχω, υπομένω, υποφέρω, παθαίνω, αντέχω, υπομείνουν, υπομείνει, υπομένουν, αντέξει, να αντέξει