Διακόπτω στα αγγλικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interrupt, pause, sever, intermit, adjourn, suspend
Διακόπτω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διακόπτω

snub
  • αποπαίρνω
  • περιφρονώ
  • αψηφώ
  • διακόπτω
  • κολοβώ
  • επιπλήτω
abort
  • διακόπτω
  • κάνω έκτρωση
  • προκαλώ έκτρωση εις
  • τίκτω πρόωρος
  • ρίχνω
  • αποτυχγάνω εξ' αρχής
cease
  • παύω
  • διακόπτω
  • σταματώ
sever
  • κόβω
  • χωρίζω
  • διαχωρίζω
  • αποκόπτω
  • διακόπτω
adjourn
  • διακόπτω
  • αναβάλλω
suspend
  • αναστέλλω
  • αναρτώ
  • ανακόπτω
  • διακόπτω
intermit
  • διακόπτω
intercept
  • συλλαμβάνω εις τον δρόμον
  • αναχαιτίζω
  • συλλαμβάνω στο δρόμο
  • διακόπτω
  • παρεμποδίζω
  • ανακόπτω
interrupt
  • διακόπτω
disconnect
  • αποσυνδέω
  • διακόπτω
  • διαχωρίζω
discontinue
  • διακόπτω

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας αγγλικά, διακόπτω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα αγγλικά - range, fluctuate
  • διακόπτης στα αγγλικά - switch, ignition, control, switch is, breaker
  • διακόρευση στα αγγλικά - defloration, diakorefsi
  • διακύμανση στα αγγλικά - fluctuation, variance, range, variation, variability
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: interrupt, pause, sever, intermit, adjourn, suspend