Wygenerować στα ελληνικά

Μετάφραση: wygenerować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγω, γεννώ, γεννοβολώ, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Wygenerować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bzowina στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
  • dzielny στα ελληνικά - γερός, εύσωμος, επίπονος, δυνατός, γενναίος, έντονος, θαρραλέος, ...
  • empora στα ελληνικά - πινακοθήκη, θεωρείο, Empora, το Empora, Empora Μη
  • galman στα ελληνικά - καλαμίνα, καλαμίνας, καλαμίνη, καλαμίνες, καλάμινης
Τυχαίες λέξεις
Wygenerować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγω, γεννώ, γεννοβολώ, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει