Wyhodować στα ελληνικά

Μετάφραση: wyhodować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, μεγαλώνω, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Wyhodować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aerograf στα ελληνικά - airbrush, Αερογραφίες, αερογράφο, αερογράφου, με αερογράφο
  • cegielnia στα ελληνικά - Brickyard
  • grzywna στα ελληνικά - ψιλή, φίνος, τίμημα, πρόστιμο, στερούμαι, αίθριος, προστίμου, ...
Τυχαίες λέξεις
Wyhodować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, μεγαλώνω, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής