Wyjustować στα ελληνικά

Μετάφραση: wyjustować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, δικαιολογώ, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε
Wyjustować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alifatyczny στα ελληνικά - αλειφατικούς, αλειφατικές, αλειφατικών, αλειφατικά, αλειφατική
  • antyk στα ελληνικά - αρχαιότητα, αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
  • bryka στα ελληνικά - κάρο, Dray, ϋΓβγ, μεταφέρω με κάρο
  • eksponent στα ελληνικά - ευρετήριο, εκθέτης, εκθέτη, εκθετών, εκθέτες, του εκθέτη
Τυχαίες λέξεις
Wyjustować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, δικαιολογώ, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε