Wykarczować στα ελληνικά

Μετάφραση: wykarczować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαυγής, ελευθερώνω, εναργής, έκδηλος, grub, το grub, του grub, σκουλήκια, προνύμφη
Wykarczować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • błyskawiczny στα ελληνικά - στιγμή, γρήγορος, στιγμιαίος, γοργός, αστραπή, κεραυνούς, κεραυνό, ...
  • dawkowanie στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
  • dekretować στα ελληνικά - διάταγμα, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
  • frazowy στα ελληνικά - η φράση, η έκφραση, τη φράση, η φράσις, οι λέξεις
Τυχαίες λέξεις
Wykarczować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαυγής, ελευθερώνω, εναργής, έκδηλος, grub, το grub, του grub, σκουλήκια, προνύμφη