Λέξη: καρδαμώνω

Μεταφράσεις: καρδαμώνω

καρδαμώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strengthen, fortify, cardamons

καρδαμώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reforzar, fortalecer, consolidar, esforzar, confortar, fortificar, afianzar, cardamons, cardamomos

καρδαμώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stärken, verstärken, Kardamomen

καρδαμώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renforcer, raffermir, consolider, affermissent, fortifions, conforter, confirmer, corroborer, volonté, tonifier, fortifiez, fixer, affermissons, cimenter, affermis, revêtir, cardamons

καρδαμώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assodare, rinforzare, corroborare, consolidare, rafforzare, rinvigorire, cardamons, cardamomi

καρδαμώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fortificar, reforçar, fortalecer, força, esforçar, quadragésima, poder, cardamomos

καρδαμώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sterken, kardemom

καρδαμώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утвердиться, крепнуть, укреплять, усиливаться, поддерживать, подкреплять, крепить, усилить, ужесточить, усилиться, укрепляться, подтверждать, укрепиться, усиливать, кардамон

καρδαμώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsterke, styrke, cardamons

καρδαμώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
styrka, befästa, stärka, kardemumma

καρδαμώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lujittaa, vahvistaa, äityä, varustella, yltyä, vahvistua, linnoittaa, linnoittautua, voimistua, kardemumma

καρδαμώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cardamons

καρδαμώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpevnit, utvrdit, zesílit, posilovat, upevňovat, upevnit, posilnit, posílit, vyztužit, utvrzovat, sílit, kardamon

καρδαμώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrwalać, umocnić, zacieśnić, umacniać, pokrzepiać, krzepić, fortyfikować, zacieśniać, ufortyfikować, wzmacniać, wzmocnić, kardamony

καρδαμώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kardamom, tegye bele a kardamumot, kardamumot

καρδαμώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuvvetlendirmek, kakule

καρδαμώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підтримувати, підкріплювати, укріплювати, кардамон

καρδαμώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
forcoj, fortifikoj, cardamons

καρδαμώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усилилата, кардамони

καρδαμώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кардамон

καρδαμώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugevdama, kindlustama, rikastama, kardemon

καρδαμώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnažiti, okrijepiti, ojačalo, jačati, ojačati, cardamons

καρδαμώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efla, cardamons

καρδαμώνω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
firmo

καρδαμώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kardamonas

καρδαμώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kardamons

καρδαμώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
cardamons

καρδαμώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consolida, cardamon

καρδαμώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posílit, kardamom

καρδαμώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opevňovať, kardamón, kardamon, kardamóm, kardamom
Τυχαίες λέξεις