Λέξη: παθητικό
Σχετικές λέξεις: παθητικό
παθητικό κάπνισμα, παθητικό σπίτι στην ελλάδα, παθητικό σπίτι, παθητικό εισόδημα, παθητικό κάπνισμα επιπτώσεις, παθητικό κτίριο, παθητικό κάπνισμα και εγκυμοσύνη, παθητικό 3d
Συνώνυμα: παθητικό
ευθύνη, υπόκυψη, υποχρεώσεις
Μεταφράσεις: παθητικό
παθητικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liability, liabilities, passive, a passive, liabilities side
παθητικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasivo, obligaciones, pasivos, los pasivos, el pasivo
παθητικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hang, haftung, passiva, verantwortlichkeit, neigung, verschuldung, haftpflicht, anfälligkeit, labilität, verpflichtung, Verbindlichkeiten, Schulden, Verpflichtungen, Passiva
παθητικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charge, responsabilité, endettement, obligation, engagement, passifs, passif, engagements, des passifs, dettes
παθητικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
responsabilità, passivo, passività, le passività, delle passività, debiti
παθητικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
responsabilidade, obrigação, endividamento, passivo, obrigações, passivos, responsabilidades, do passivo
παθητικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuldenlast, aansprakelijkheid, passiva, verplichtingen, schulden, risico
παθητικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помеха, склонность, подверженность, задолженность, ответственность, долг, подчинение, обязательство, обязательства, обязательств, пассивы, пассивов
παθητικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forpliktelse, ansvar, forpliktelser, gjeld, forpliktelsene
παθητικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansvar, skulder, skulderna, skulder som, skuld
παθητικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastuuvelvollisuus, velvoite, sitoumus, vastuu, edesvastuu, velkaantuneisuus, velat, velkojen, velkoja, velkoihin, vastuut
παθητικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passiver, forpligtelser, gæld, gældsforpligtelser
παθητικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odpovědnost, povinnost, závazek, závazky, pasiva, závazků, pasiv
παθητικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpowiedzialność, obciążenie, zobowiązanie, obligo, zobowiązania, pasywa, zobowiązań, zobowiązania z tytułu, pasywów
παθητικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teher, tehertétel, kötelezettség, kötelezettségek, források, kötelezettségeket, kötelezettségei
παθητικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sorumluluk, borç, yükümlülükler, yükümlülükleri, borçlar, yükümlülüklerin, yükümlülüğü
παθητικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пасиви, обов'язки, зобов'язання, борги, зобов'язань, зобов`язання
παθητικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyrimet, pasivet, Obligimet, detyrime, detyrime të
παθητικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отговорност, пасив, пасиви, задължения, пасивите
παθητικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адказнасць, абавязак, абавязацельствы, абавязальніцтвы, абавязацельства, абавязанні, абавязкі
παθητικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
labiilsus, liikuvus, passiva, kohustused, kohustuste, kohustusi, kohustiste
παθητικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pasiva, odgovornošću, obveze, obveza, obvezama, pasive
παθητικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skuldir, skuldbindingar, skulda, skuldum, skuldir sem
παθητικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsipareigojimai, įsipareigojimų, įsipareigojimus
παθητικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasīvi, saistības, saistību, saistībām
παθητικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обврски, обврските, пасива, пасивата, обврски кои
παθητικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obligaţie, pasive, datorii, pasivelor, pasivele, datoriilor
παθητικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učeni, obveznosti, dolgovi, obveznosti za, obveznostmi
παθητικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ručení, záväzky, záväzkami, záväzkov, povinnosti, záväzok