Λέξη: καθαριστής

Σχετικές λέξεις: καθαριστής

καθαριστής πατάτας, καθαριστής χαλιών, καθαριστής σπόρων, καθαριστής υπερήχων, καθαριστής αέρα, καθαριστής αέρα plasma, καθαριστής αέρα τεχνολογίας streamer, καθαριστής αέρα ururu, καθαριστής τζαμιών, καθαριστής αυτιών

Συνώνυμα: καθαριστής

σπογγιστής, σαρώτης, σκουπιδιάρης, καθαριστικό, εξαγνιστής

Μεταφράσεις: καθαριστής

καθαριστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cleaner, purifier, cleanser, sweeper, scavenger

καθαριστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
limpiador, purificador, purificador de, purificador del, del purificador, el purificador

καθαριστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sauberer, filter, reinigungsmittel, Luftreiniger, Reiniger, Reinigungsapparat

καθαριστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspirateur, teinturier, détachant, purificateur, épurateur, purifier, purificateur d

καθαριστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
depuratore, purificatore, depuratore di

καθαριστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
purificador, purificador de, purifier, purificador do, purifier do

καθαριστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiveraar, luchtreiniger, zuiveringsinstallatie, purifier, waterzuiveraar

καθαριστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уборщик, чистильщик, скребок, техничка, очиститель, очистки, очистителя, очистители, очистителем

καθαριστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
renser, purifier, renseren, rens, rensing

καθαριστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
renare, renaren, purifier, RENARE, reningsverk

καθαριστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhdistusaine, siivooja, puhdistamot, purifier, Ilmanpuhdistin, siivouskoneet, puhdistin

καθαριστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
purifier, renser, luftrenser

καθαριστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysavač, čistička, čistič, čistička vody, čističe, čističky

καθαριστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czyszczenie, oczyszczarka, oczyszczacz, oczyszczalnik, odkurzacz, sprzątacz, sprzątaczka, czyściciel, oczyszczania, oczyszczające, purifier

καθαριστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tisztító, víztisztító, légtisztító, purifier

καθαριστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temizleyici, arıtıcı, arıtma, temizleme, temizleme cihazı

καθαριστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистильник, шкребок, прибиральник, очищувач, Очисник, очиститель

καθαριστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pastrues, pastrues të, pastron, pastrues me, pastrues e

καθαριστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пречиствател, пречистване на, за пречистване, за пречистване на, пречиствател на

καθαριστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ачышчальнік, ачышчальнікі

καθαριστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koristaja, puhastaja, puhastusvahendi, gaasipesuseadme

καθαριστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čistiji, dvorkinja, pročisćavač, pročišćivač, Purifier, eSpring, pročistač

καθαριστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
purifier, hreinsa

καθαριστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valytuvas, valymo, purifier, valymo sistema, valomoji

καθαριστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attīrītājs

καθαριστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прочистувач, прочистува, прочистувачи, прочистувач на, прочистување

καθαριστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
purificatoare, purificator, purificatoare de, purificator de

καθαριστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čistilec, Pročisćavač, prečiščevalec

καθαριστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čistič, čistička, čistiareň
Τυχαίες λέξεις