Wykopalisko στα ελληνικά

Μετάφραση: wykopalisko, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκω, ανεύρεση, απολίθωμα, εύρημα, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ανασκαφών
Wykopalisko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akceptant στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
  • dodatki στα ελληνικά - αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
  • dorosły στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
  • gardenia στα ελληνικά - γαρδένια, Gardenia, γαρδένιας, το Gardenia, η γαρδένια
Τυχαίες λέξεις
Wykopalisko στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκω, ανεύρεση, απολίθωμα, εύρημα, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ανασκαφών